-
1 тяжелый
тяжел||ыйприл1. βαρύς:\тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):\тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:\тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·4. (серьезный) σοβαρός:\тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:\тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά. -
2 тяжело
тяжело1. нареч· прям., перен βαρειά, δύσκολα βαρέως·2. нареч (серьезно) σοβαρά, σοβαρως, βαρειά:он \тяжело болей εἶναι βαρειά ἄρρωστος·3. предик безл:мне \тяжело αίσθάνομαι ἄσχημα· мне \тяжело это поднимать μοῦ εἶναι δύσκολο νά τό σηκώσω· у меня \тяжело на душе ἔχω ἕνα βάρος στήν καρδιά. -
3 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
4 атланты
мн. арх. οι άτλαντες, ο άτλας (ανδριάντας που υποστηρίζει βαρειά επιστήλια).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атланты
-
5 вага
1. (весы) о ζυγός/η ζυγαριά για βαρειά αντικείμενα 2. (рычаг) о μοχλός (ανύψωσης των βαρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вага
-
6 индустрия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индустрия
-
7 лом
1. (инструмент) о λοστός 2. (матери-ал) τα παλιοσίδεραразг. το σκράπ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лом
-
8 обмуровка
η πλινθοδομήоблегчённая - ελαφριά -, τμηματική -тяжёлая - βαρειά -, μονοκόμματη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обмуровка
-
9 больной
больи||ой1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:\больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον. -
10 брякаться
брякать||сяразг πέφτω βαρεία χάμω. -
11 гнетущий
гнету́щ||нй1. прич. от гнести́2. прил καταθλιπτικός, βαρύς:\гнетущийая тоска ἡ βαρειά στενοχώρια. -
12 гробовой
гробов||ойприл:\гробовойо́е молчание ἡ νεκρική σιωπή· \гробовойая тишина ἡ νεκρική σιγή· \гробовойым голосом μέ βαρειά φωνή· до \гробовой доски ὡς τό θάνατο. -
13 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος. -
14 индустрия
индустрияж ἡ βιομηχανία:тяжелая \индустрия ἡ βαρείά βιομηχανία· легкая \индустрия ἡ ἐλαφρά βιομηχανία. -
15 испытание
испытан||иес1. (проба, проверка) ἡ δοκιμή:производить \испытание κάνω δοκιμές, κάνω πειράματα·2. (экзамен) ἡ ἐξέταση[-ις]:приемные \испытаниеия ὁ£ είσαγωγικές ἐξετάσεις·3. (невзгода) ἡ δοκιμασία, τά βάσανα:тяжелое \испытание ἡ βαρειά δοκιμασία. -
16 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα. -
17 крупно
крупнонареч χοντρά [-ως]; \крупно нарезать κόβω σέ χοντρά κομμάτια· \крупно» писать γράφω μέ μεγάλα γράμματα· ◊ \крупно поговорить (ό)μιλῶ μέ τραχύτητα, λέγω βαρειά λογία. -
18 крупный
кру́пн||ыйприл1. μεγάλος, ὁγκώδης:\крупныйым шагом μέ μεγάλα βήματα· \крупный рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· \крупныйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \крупныйые силы воен. οἱ ἰσχυρές δυνάμεις· \крупныйая ошибка τό χοντρό λάθος·2. (видный, значительный) διακεκριμένος, σημαντικός:\крупный ученый διακεκριμένος ἐπιστήμων3. (существенный, серьезный) σημαντικός1 <> \крупныйые деньги τά μεγάλα ποσά· \крупный разговор ἡ σοβαρή συζήτηση· \крупныйым планом σέ μεγάλο πλάνο, σέ γκρό-πλάν. -
19 кувалда
кувалдаж ἡ σφϋρα, ἡ βαρειά. -
20 молот
молотм ἡ σφύρα, τό σφυρί / ἡ βαρειά (большой):деревянный \молот ἡ καλόσφυρα· паровой \молот ἡ ἀτμόσφυρα, ἡ ἀτμοκίνητος σφῦρα· серп и \молот τό σφυροδρέπανο[ν]· ◊ между \молотом и наковальней βρίσκομαι μεταξύ σφύρας καί ἄκμονος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βαρεία — βαρείᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείᾳ — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαρειά — Sp Varijà Ap Βαρειά/Vareia L Graikija (Lesbas) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
βαρεία — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 1.254 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας… … Dictionary of Greek
βαρεῖα — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείας — βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρείαι — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
Вария — (ц. сл. греч. Βαρεία) тяжелое ударение (gravis) термин, заимствованный из греческой грамматики в церковно славянскую и представляющий совершенно ненужную пересадку, из подражания. С. Булыч … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek